Το κοινό θυμάρι (Thymus vulgaris) ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικός πολυετής θάμνος (6-7 έτη), μικρού ύψους (30εκ.) με όρθιους βλαστούς και ευχάριστο άρωμα. Τα φύλλα του είναι μικρά, με σκούρο πράσινο χρώμα Τα άνθη ποικίλουν σε χρώμα και μπορεί να είναι λευκά, ιώδη, ρόδινα και σπανίως κίτρινα [1,2].
Χρησιμοποιείται ως αποξηραμένο βότανο και αιθέριο έλαιο στην βιομηχανία τροφίμων και τη μαγειρική. Σε άλλες χώρες το θυμάρι προτιμάται στη μαγειρική έναντι της ρίγανης. Το έγχυμα παράγεται με 1-2 γραμμάρια αποξηραμένου φυτού και βοηθάει στον βήχα και το κρυολόγημα [3]. Παραδοσιακά, η χρήση του θυμαριού γίνεται ως τονωτικό, χωνευτικό και σπασμολυτικό, ενώ για εξωτερική χρήση έχει αντισηπτικές ιδιότητες [1,4].
Το αιθέριο έλαιο του κοινού θυμαριού ποικίλει σημαντικά ανάλογα με την περιοχή προέλευσης. Μέχρι σήμερα έχουν αναγνωριστεί 7 διαφορετικοί χημειότυποι, ανάλογα με το συστατικό που κυριαρχεί στο αιθέριο έλαιο [5]. Στη χώρα μας, και ανάλογα με την περιοχή, έχουν βρεθεί δύο χημειότυποι, της θυμόλης και της καρβακρόλης [6,7], γεγονός που σημαίνει ότι το κοινό θυμάρι που φύεται στη χώρα μας θα περιέχει στο αιθέριο έλαιό του κατά κανόνα θυμόλη ή καρβακρόλη, οι οποίες προσδίδουν ισχυρές αντιμικροβιακές [6,7] και αντιοξειδωτικές ιδιότητες [8]. Για παράδειγμα, η καρβακρόλη έχει βρεθεί ότι καταπολεμά τα βακτήρια που προκαλούν ουλίτιδα και τερηδόνα [9].