Η μαντζουράνα (Origanum majorana L.) είναι πολυετές φυτό της οικογένειας των Χειλανθών, με ύψος 20-40 εκατοστά και φύλλα μικρά, ωοειδή και ασπροπράσινα [1]. Πρόκειται για φυτό αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοκομικό, το οποίο χρησιμοποιείται και στη μαγειρική [1,2]. Υπάρχουν δύο χημειότυποι του φυτού, στο αιθέριο έλαιο του ενός κυριαρχεί η τερπινεν-4-όλη [4,5], ενώ σε αυτό του άλλου η θυμόλη ή καρβακρόλη [6,7]. Άλλα συστατικά του αιθέριου ελαίου της μαντζουράνας είναι το π-κυμένιο, το 3-καρένιο, το γ-τερπινένιο και τα ισομερή του σαβινενίου [4-6].
Η μαντζουράνα θεωρείται τονωτική, αντισπασμωδική, με δράση κατά του πονοκεφάλου και της δυσπεψίας [1-3]. Επίσης, παραδοσιακά χρησιμοποιείται για το άσθμα και τους ρευματισμούς [8], όπως και για κράμπες, κατάθλιψη, ημικρανίες, βήχα και γαστρεντερικά προβλήματα [9]. Πολλές μελέτες τις τελευταίες δύο δεκαετίες καταδεικνύουν τις φαρμακολογικές ιδιότητες που έχει η μαντζουράνα. Η αντιική, αντιβακτηριακή, αντισηπτική και αντιμυκητιακή δράση της έχουν αποδοθεί στην παρουσία του ουρσολικού οξέος και των συστατικών του αιθέριου ελαίου, κυρίως δε στη θυμόλη και την καρβακρόλη [10,11]. Μάλιστα, το ουρσολικό οξύ βρέθηκε ότι παρεμποδίζει τη δράση ενζύμου που συνδέεται με τη νόσο του Αλτσχάιμερ [12].
Ακόμα, έχουν μελετηθεί μηχανισμοί στους οποίους αποδίδεται η δράση της μαντζουράνας ενάντια σε καρδιαγγειακές παθήσεις και τη θρόμβωση [13]. Επιπλέον, έρευνες της τελευταίας δεκαετίας αναφέρουν ότι διάφορα συστατικά της μαντζουράνας παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη διαφόρων τύπων καρκίνου, μέσω διάφορων μηχανισμών [9,14-17]. Τέλος, λόγω της περιεκτικότητάς της σε φαινολικά οξέα και φλαβονοειδή, η μαντζουράνα έχει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, γεγονός που την κάνει σπουδαίο πρόσθετο και συντηρητικό στα τρόφιμα [18].